Γνωστή και ως ατροφική κολπίτιδα, είναι αρκετά κοινή, ειδικά σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Οφείλεται στην πτώση των επιπέδων των οιστρογόνων και συχνά σχετίζεται με δυσάρεστα συμπτώματα. Η σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση, ωστόσο, μπορεί να προσφέρει σημαντική ανακούφιση στην γυναίκα.

Οι ιστοί του κόλπου εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από τα επίπεδα των οιστρογόνων στην κυκλοφορία του αίματος. Όταν τα επίπεδα αυτά μειωθούν σημαντικά, η λίπανση του κόλπου μειώνεται σημαντικά, οδηγώντας σε ξηρότητα και αλλαγή της μικροχλωρίδας της περιοχής. Αν και, σε κάποιες περιπτώσεις, τα συμπτώματα μπορεί να είναι από ελάχιστα έως πολύ ήπια, σε άλλες είναι έντονα. Μιλάμε, κυρίως, για κνησμό και «τσούξιμο» στην ευαίσθητη περιοχή, ενώ μπορεί να παρατηρηθεί και πόνος ή και αιμόρροια. Δεν είναι, δε, σπάνιο να συνοδεύεται από ουρολογικά συμπτώματα, όπως η συχνουρία, η νυκτουρία και η ακράτεια ούρων.

Κατά την κλινική εξέταση από τον γυναικολόγο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι οι ιστοί είναι λεπτοί, στεγνοί και εύθρυπτοι, με στικτές μικρο-αιμορραγίες (γνωστές και ως πετέχειες). Όταν η ατροφία είναι έντονη, τόσο η σεξουαλική επαφή (διείσδυση), όσο και η κλινική εξέταση καθίσταται από επώδυνη έως και αδύνατη.

 Όπως προαναφέραμε, η συνηθέστερη αιτία είναι η εμμηνόπαυση. Άλλες, λιγότερο συχνές, αιτίες είναι η ακτινοθεραπεία της περιοχής, φάρμακα, ο θηλασμός, καθώς και το κάπνισμα ή η χρήση ταμπόν και προφυλακτικών.

Μιας και, συνήθως, οφείλεται στα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων, η τοπική χορήγηση οιστρογόνων είναι μια αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης. Αυτά μπορεί να χορηγηθούν ως κολπικά υπόθετα (π.χ. Vagifem, 1 υπόθετο κολπικά για 2 εβδομάδες και, κατόπιν, 1 υπόθετο 2 φορές την εβδομάδα) ή γέλη (π.χ. Blissel, εισάγεται στον κόλπο με ειδικό εξάρτημα, καθημερινά για 3 εβδομάδες και, κατόπιν, 1 με 2 φορές την εβδομάδα). Συχνά, απαιτείται αγωγή αρκετών εβδομάδων, έως και μηνών, για να δει η ασθενής κάποια βελτίωση στα συμπτώματα. Φυσικά, η χορήγηση αυτών δεν είναι χωρίς κανέναν απολύτως κίνδυνο και έχει οδηγήσει πολλές γυναίκες να καταφύγουν σε μη ορμονικά σκευάσματα. Τα κολπικά οιστρογόνα ΔΕΝ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν η ασθενής έχει ιστορικό καρκίνου του μαστού, καρκίνο ευαίσθητο στα οιστρογόνα, πάχυνση του ενδομητρίου και ανεξήγητη κολπική αιμόρροια. Άλλες αντενδείξεις είναι το ιστορικό θρόμβωσης, διαταραχών της πήξης του αίματος, ηπατοπάθειας και αλλεργίας στην οιστριόλη. Αξίζει, όμως, να θυμόμαστε πως η δόση του οιστρογόνου κατά την τοπική χορήγηση με τα παραπάνω σκευάσματα είναι σημαντικά μικρότερη άλλων σκευασμάτων, όπως χάπια που περιέχουν οιστραδιόλη. Αν παρατηρηθεί κολπική αιμόρροια μετά την εμμηνόπαυση, απαραίτητη είναι η εκτίμηση από τον ιατρό.

Τα τοπικά σκευάσματα άνευ ορμονών (π.χ. Replens MD κολπική γέλη) είναι προτιμητέα σε γυναίκες με αντενδείξεις στα τοπικά οιστρογόνα, καθώς και σε αυτές που δεν επιθυμούν να τα χρησιμοποιήσουν. Μπορεί να φέρουν καλά αποτελέσματα, σε επιλεγμένα περιστατικά, αν και, συνήθως, τα αποτελέσματα είναι κατώτερα σε σχέση με τα κολπικά οιστρογόνα.

Εναλλακτικά, η τοπική θεραπεία των ατροφικών ιστών με χρήση ειδικής συσκευής Laser μπορεί να επιφέρει σημαντική βελτίωση της ατροφίας. Η χειρουργική προσέγγιση με Laser μπορεί να βοηθήσει και σε προβλήματα ακράτειας ούρων, όσο και σε χαλάρωση των ιστών του κόλπου.

Αν πάσχετε από ατροφική κολπίτιδα και θέλετε να μάθετε τις θεραπευτικές σας επιλογές, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Ο ιατρός Δρ. Γρηγοριάδης Γεώργιος διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών και προσεγγίζει την ασθενή με διακριτικότητα και δίνοντας, πάντα, προτεραιότητα στην ανακούφιση και επίλυση των προβλημάτων της.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *