Οι όγκοι ωοθήκης οριακής κακοήθειας (borderline ovarian tumours, BOT) είναι μια ετερογενής ομάδα μη διηθητικών όγκων των ωοθηκών, οι οποίοι συχνά εμφανίζονται σε ηλικία νεότερη του καρκίνου των ωοθηκών (το 1/3 σε γυναίκες κάτω των 40 ετών). Συνήθως, διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο και, σε γενικές γραμμές, έχουν πολύ καλή πρόγνωση.

Αποτελούν το 10-15% των επιθηλιακών όγκων των ωοθηκών. Έχουν την τάση να αυξάνονται ταχύτερα σε σχέση με τις αμιγώς καλοήθεις κύστες, χωρίς όμως να εμφανίζουν διήθηση του στρώματος (όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις κακοήθειας, το οποίο χαρακτηριστικό τους διαφοροποιεί από τους καρκίνους της ωοθηκης).

Αναγνωρίζουμε 2 βασικούς ιστολογικούς τύπους, τους ορώδεις και τους βλεννώδεις. Οι ορώδεις είναι οι πιο κοινοί, ενώ εμφανίζονται (στο 1/3 των περιπτώσεων) και στις 2 ωοθήκες. Μπορεί να συνυπάρχουν και εστίες εκτός των ωοθηκών, οι οποίες και να έχουν στοιχεία διήθησης. Οι, δε, βλεννώδεις όγκοι μπορεί να προσομοιάζουν και να συμπεριφέρονται παρόμοια με πρωτοπαθείς όγκους της σκωληκοειδούς απόφυσης, ενώ μπορεί να συσχετίζονται και με το ψευδομύξωμα περιτοναίου.

Μπορεί να προκαλέσουν πόνο ή αίσθημα βάρους στην πύελο, καθώς και συμπτώματα λόγω πίεσης σε γειτονικά όργανα  (π.χ. συχνουρία, ατελή κένωση της ουροδόχου κύστης, συμπτώματα κατά την αφόδευση  κ.ά.). Σε περίπτωση συστροφής της ωοθήκης, μπορεί να προκαλέσουν οξύ άλγος, το οποίο ξεκινά αιφνίδια και δεν υφίεται με απλά παυσίπονα. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, δεν προκαλούν κανένα απολύτως σύμπτωμα και, συνεπώς, διαγιγνώσκονται κατά τον έλεγχο ρουτίνας.  Σε σπάνιες περιπτώσεις προχωρημένης νόσου (καθυστέρηση στη διάγνωση), μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα από όργανα εκτός της πυέλου.

Συχνά η διάγνωση είναι ιστοπαθολογική, κατόπιν αφαίρεσης της κύστης. Οι απεικονιστικές εξετάσεις (διακολπικό υπερηχογράφημα, μαγνητική τομογραφία κάτω κοιλίας, αξονική τομογραφία σε περίπτωση υποψίας απομακρυσμένων εστιών) προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες προ-εγχειρητικά. Ο έλεγχος των επιπέδων των καρκινικών δεικτών στο αίμα ( Ca-125, CEA, Ca19-9, Ca 15-3) μπορεί να καταδείξει αύξηση των επιπέδων τους, αν και αυτό δεν είναι διαγνωστικό.

Η αντιμετώπιση είναι, κατά βάση, χειρουργική. Το είδος της χειρουργικής επέμβασης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ηλικία της γυναίκας, η επιθυμία για τεκνοποίηση και το στάδιο της νόσου. Σε γενικές γραμμές, η χειρουργική αντιμετώπιση ακολουθεί τις αρχές του καρκίνου των ωοθηκών. Εφόσον είναι διαθέσιμη, μπορεί να γίνει ταχεία βιοψία του παρασκευάσματος, αν και η ακρίβεια της ταχείας βιοψίας στους όγκους οριακής κακοήθειας είναι χαμηλότερη. Αν επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για όγκο οριακής κακοήθειας σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίες δεν ενδιαφέρονται για διατήρηση της γονιμότητας, ενδείκνυται η πλήρης σταδιοποίηση, η οποία περιλαμβάνει ολική υστερεκτομή μετά των εξαρτημάτων, κυτταρολογία από το υγρό περιτοναίου, επιπλεκτομή, εξέταση των περιτοναικών επιφανειών για πιθανά οζίδια, τα οποία και αφαιρούνται, καθώς και αφαίρεση της σκωληκοειδούς (σε περίπτωση βλεννώδους όγκου). Όπως προαναφέραμε, οι όγκοι αυτοί τείνουν να εμφανίζονται σε νεαρότερη ηλικία και, συνεπώς, αρκετές από αυτές τις γυναίκες δεν θα έχουν ολοκληρώσει την οικογένειά τους και θα επιθυμούν να αποφύγουν την αφαίρεση των γυναικολογικών τους οργάνων και την εμμηνόπαυση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι εφικτή η αφαίρεση μόνο της κύστης, ενώ η αφαίρεση της σύστοιχης σάλπιγγας και ωοθήκης (εξαρτηματεκτομή) μειώνει τον κίνδυνο υποτροπής (αν και δεν είναι ξεκάθαρο πως επηρρεάζει σημαντικά την επιβίωση). Τα υπόλοιπα βήματα της χειρουργικής αντιμετώπισης (επιπλεκτομή, βιοψίες περιτοναίου) γίνονται όπως περιγράφηκαν προηγουμένως. Δεν ενδείκνυται η συστηματική λεμφαδενεκτομή (εκτός αν υπάρχουν διογκωμένοι λεμφαδένες) ούτε η χημειοθεραπεία.

Η λαπαροσκοπική χειρουργική κερδίζει έδαφος στην αντιμετώπιση κατάλληλα επιλεγμένων περιστατικών, καθώς σχετίζεται με λιγότερο πόνο, απώλεια αίματος, γρηγορότερη ανάρρωση και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Κάποιες μελέτες κάνουν λόγο για υψηλότερα ποσοστά υποτροπής με τη λαπαροσκόπηση, αλλά δεν φαίνεται να διαφέρει η επιβίωση.

΄Οσον αφορά τα αναπαραγωγικά δεδομένα, είναι καθησυχαστικά, καθώς κάνουν λόγο για ποσοστά αυτόματης σύλληψης της τάξεως του 30 με 60% μετά από συντηρητικό χειρουργείο. Επίσης, δεν φαίνεται να σχετίζεται η κύηση με αυξημένο κίνδυνο υποτροπής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *