Η μαιευτική χολόσταση είναι η πιο κοινή διαταραχή του ήπατος κατά την εγκυμοσύνη. Εμφανίζεται συνήθως στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (μετά, δηλαδή, τις 28 εβδομάδες κύησης) και χρειάζεται κατάλληλη αντιμετώπιση και παρακολούθηση, καθώς μπορεί να έχει επίδραση στην υγεία του μωρού. Αξίζει να θυμόμαστε, όμως, πως, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά, τόσο για τη γυναίκα όσο και το μωρό!
Ποια είναι η αιτία και τα συμπτώματα της μαιευτικής χολόστασης?
Η μαιευτική χολόσταση είναι άγνωστης αιτιολογίας, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί η επίδραση των ορμονών (προγεστερόνη) σε γυναίκες με γενετική προδιάθεση. Παρατηρείται, λοιπόν, αύξηση των επιπέδων των χολικών αλάτων τα οποία συσσωρεύονται στο σώμα της εγκύου και προκαλούν το χαρακτηριστικό σύμπτωμα του κνησμού (φαγούρα). Ο κνησμός, συνήθως, εντοπίζεται στις παλάμες των χεριών και τις πατούσες (αν και όχι αποκλειστικά) και χειροτερεύει τις βραδινές ώρες. Μπορεί να εντοπιστεί και σε άλλα σημεία (π.χ. στην κοιλιά) και δεν συνοδεύεται από εξάνθημα. Τα συμπτώματα, σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να είναι πολύ έντονα. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν η χολόσταση συνοδεύεται και από άνοδο των επιπέδων της χολερυθρίνης, η έγκυος μπορεί να εμφανίσει σκουρόχρωμα ούρα και αποχρωματισμό κοπράνων σε συνδυασμό με κίτρινη χροιά στο δέρμα της (ίκτερος).
Πώς γίνεται η διάγνωση?
Σε πρώτο στάδιο, την υποψία βάζει το σύμπτωμα του κνησμού που προαναφέραμε. Αν και δεν οφείλονται όλες οι περιπτώσεις κνησμού στην μαιευτική χολόσταση, ελέγχουμε, με εξετάσεις αίματος, τα επίπεδα των ηπατικών ενζύμων και των χολικών αλάτων στο αίμα. Διαταραχές αυτών, σε συνδυασμό με τα συμπτώματα, βάζουν τη διάγνωση και καθοδηγούν την περαιτέρω αντιμετώπιση. Επίσης, ένα υπερηχογράφημα άνω κοιλίας για την απεικόνιση του ήπατος και των χοληφόρων ενδείκνυται. Από τη στιγμή που μια έγκυος διαγνωστεί με μαιευτική χολόσταση, απαιτείται τακτική παρακολούθηση της ίδιας και του εμβρύου για το υπόλοιπο της κύησης.
Πώς επηρεάζει η μαιευτική χολόσταση την μητέρα και το έμβρυο?
Η κατάσταση αυτή, αν και συχνά προκαλεί σημαντικό άγχος στη μητέρα, είναι ακίνδυνη για την υγεία της και πάντα διορθώνεται μετά τη γέννηση του μωρού. Αξίζει, ωστόσο να σημειωθεί είναι πως, σπάνια, η χολόσταση μπορεί να επηρεάσει τον πηκτικό μηχανισμό της μητέρας, οπότε και υπάρχει ένδειξη για έλεγχο της πήξης με εξετάσεις αίματος. Όσον αφορά τώρα την επίδραση στην υγεία του εμβρύου, μελέτες αναφέρουν πως τα αυξημένα επίπεδα χολικών αλάτων μπορεί να έχουν τοξική δράση στην καρδιά του εμβρύου και, ενδεχομένως, να αυξάνουν τον κίνδυνο ενδομήτριου θανάτου. Το επίπεδο των χολικών αλάτων πάνω από τα οποία συμβαίνει αυτό φαίνεται πως είναι τα 40 micromoles/ litre. Οι κίνδυνοι που προκαλεί η χολόσταση όταν τα επίπεδα των χολικών αλάτων είναι χαμηλότερα δεν είναι ξεκάθαροι. Επίσης, η χολόσταση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού αλλά και χρώσης του αμνιακού υγρού με μηκώνιο.
Πώς αντιμετωπίζεται η μαιευτική χολόσταση?
Η θεραπεία της κατάστασης επέρχεται με τη γέννηση του μωρού και την έξοδο του πλακούντα. Ωστόσο, διάφορα μέτρα είναι απαραίτητα για τον έλεγχο της κατάστασης, μέχρι να γεννηθεί το μωρό, ειδικά όταν αυτό συμβαίνει πριν τις 37 εβδομάδες κύησης. Η χρήση του ουρσοδεοξυχολικού οξέως (Ursofalk) μπορεί να μειώσει αποτελεσματικά τα επίπεδα χολικών αλάτων και να οδηγήσει σε βελτίωση των συμπτωμάτων κνησμού. Επίσης, η χρήση αντι-ισταμινικών και/ή ενυδατικών κρεμών μπορεί να προσφέρει ανακούφιση. Σε περίπτωση που η κατάσταση συνοδεύεται από διαταραχή πήξης, συστήνεται η χρήση βιταμίνης Κ. Όσον αφορά την παρακολούθηση του εμβρύου, δεν υπάρχει συσχέτιση με ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, οπότε, γενικά, δεν απαιτείται πιο εντατικός υπερηχογραφικός έλεγχος (εκτός και αν προκύψουν και άλλες ενδείξεις). Το πότε θα πρέπει να γίνει πρόκληση τοκετού (αν δεν συμβεί αυτόματη έναρξη τοκετού πρόωρα) εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και θα αποφασιστεί προσεκτικά από τον μαιευτήρα. Πολύ έντονος κνησμός αλλά και υψηλά επίπεδα χολικών αλάτων στο αίμα αποτελούν ένδειξη για να συμβεί η πρόκληση τοκετού νωρίτερα.
Ποιοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης μαιευτικής χολόστασης?
Η συχνότητα υπολογίζεται σε λιγότερο από 1% των κυήσεων. Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο είναι η μαιευτική χολόσταση σε προηγούμενη εγκυμοσύνη (ο κίνδυνος υποτροπής μπορεί να ανέρχεται έως και σε 90%), η δίδυμη κύηση και η αυξημένη ηλικία της μητέρας. Αξίζει να σημειωθεί πως, σε έως και 10% των περιπτώσεων, η χολόσταση συνυπάρχει και με χολολιθίαση (πέτρες στη χολή) και ενδείκνυται υπερηχογραφικός έλεγχος άνω κοιλίας.
Μετά τη γέννα, μπορούμε να διακόψουμε την αγωγή με Ursofalk και να ελέγξουμε την ηπατική λειτουργία (εξετάσεις αίματος) περίπου 6 εβδομάδες μετά τη γέννα, οπότε και αναμένεται επιστροφή των τιμών στα φυσιολογικά επίπεδα. Σε περίπτωση που τα επίπεδα παραμένουν αυξημένα, εναλλακτικές αιτίες πρέπει να αναζητηθούν.
Εμπιστευθείτε τον Δρ. Γρηγοριάδη Γέωργιο για την εγκυμοσύνη σας. Ο ιατρός είναι μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου των Μαιευτήρων και Γυναικολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου (Royal College of Obstetricians and Gynaecologists, RCOG) και διαθέτει πολυετή εμπειρία στη διαχείριση της εγκυμοσύνης και του τοκετού σε μεγάλα κέντρα της Αγγλίας.