Ο όρος αφορά τα αποθέματα των ωοθηκών σε ωοθυλάκια. Μπορούμε σήμερα να εκτιμήσουμε αυτές τις εφεδρείες με τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων. Η γνώση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική, ειδικά σε γυναίκες με υπογονιμότητα που πρόκειται να υποβληθούν σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, μιας και μπορούμε να εκτιμήσουμε την ανταπόκριση της ασθενούς σε μελλοντική διέγερση των ωοθηκών. Από την άλλη, ο ρόλος τους στην μελλοντική γονιμότητα της γυναίκας και την πιθανότητα αυτόματης σύλληψης είναι λιγότερο ξεκάθαρος.

Τα ωάρια ξεκινούν να παράγονται από τις ωοθήκες κατά την εμβρυική ζωή της γυναίκας. Αξίζει να σημειωθεί πως στις 20 εβδομάδες της εμβρυικής ζωής, έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό ωογονίων (αρχέγονα ωοθυλάκια) και έκτοτε ο αριθμός διαρκώς μειώνεται. Στην εφηβεία, μια γυναίκα έχει 300.000 με 500.000 , ενώ στην ηλικία των 37 ετών, περί τα 25.000.

Οι διαθέσιμες μέθοδοι εκτίμησης είναι βιοχημικές (εξέταση αίματος) και υπερηχογραφικές. Στις πρώτες αναγνωρίζουμε: AMH (αντι-μυλλέριος ορμόνη), οιστραδιόλη, FSH (θυλακιοτρόπος ορμόνη), ινχιμπίνη Β. Στις δεύτερες έχουμε: AFC (αριθμός ωοθυλακίων με άντρο, antral follicular count), όγκος και αιμάτωση ωοθήκης.

Οι πιο κοινά χρησιμοποιούμενες μέθοδοι (και πιθανότατα οι πιο αξιόπιστες) είναι η AMH και ο AFC. Η μεν AMH έχει το πλεονέκτημα πως τα επίπεδα της δε φαίνεται να διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια του κύκλου. Ο δε AFC εκτιμάται με διακολπικό υπερηχογράφημα στην 2η-3η ημέρα του κύκλου και απαιτεί σχετική δεξιότητα από τον γυναικολόγο, ενώ το αποτέλεσμα δεν αποκλείεται να διαφέρει μεταξύ γυναικολόγων (υπάρχει, δηλαδή, μικρότερη αντικειμενικότητα στη μέτρηση). Για το λόγο αυτό, η ΑΜΗ εχει επικρατήσει ως μέθοδος εκτίμησης του ωοθηκικού αποθέματος στις περισσότερες περιπτώσεις.

Η ανέυρεση μιας χαμηλής ΑΜΗ συχνά προκαλεί σημαντικό άγχος στις ασθενείς, πολλές από τις οποίες καταφεύγουν άμεσα σε μεθόδους όπως η κρυοσυντήρηση ωαρίων. Μιας πρόσφατη μελέτη όμως, κατέδειξε πως η ΑΜΗ δεν είναι σε θέση να προβλέψει τη μελλοντική γονιμότητα ούτε την πιθανότητα να αποκτήσει παιδί μια γυναίκα 30-44 ετών. Συνεπώς, μια χαμηλή τιμή ΑΜΗ δεν αποτελεί, από μόνη της, απόλυτη ένδειξη ώστε μια γυναίκα να προχωρήσει σε κρυοσυντήρηση άμεσα.

Κάτι άλλο που έχει ενδιαφέρον είναι το κατά πόσον υπάρχει συσχέτιση μεταξύ ΑΜΗ και πιθανότητας αυτόματης σύλληψης. Πρόσφατα δεδομένα συνηγορούν υπέρ της άποψης πως δεν σχετίζεται η χαμηλή ΑΜΗ με μειωμένη πιθανότητα αυτόματης σύλληψης. Μιας και χαμηλή ΑΜΗ μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα αιτιών, όπως η ενδομητρίωση η οποία αντιμετωπίζεται χειρουργικά, η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση μπορεί να αυξήσει την αυτόματη σύλληψη σε αρκετά περιστατικά, αποφεύγοντας την ανάγκη για τη χρήση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Σε αρκετά περιστατικά, δεν βρίσκουμε την αιτία της χαμηλής ΑΜΗ.Τέλος, κάποια δεδομένα μας δείχνουν πως μια χαμηλή ΑΜΗ μπορεί να σχετίζεται με μικρότερη ηλικία εμμηνόπαυσης.

Συνοψίζοντας, η εκτίμηση των εφεδρειών των ωοθηκών είναι σημαντική αλλά πρέπει να γίνει σε συγκεκριμένες ενδείξεις και κατόπιν σύστασης του ιατρού σας. Ο τυχαίος έλεγχος (χωρίς να υπάρχει, δηλαδή, κλινική ανάγκη) μπορεί να οδηγήσει σε ιατρικές πράξεις οι οποίες, ενδεχομένως, να μην είναι ενδεδειγμένες.

Εμπιστευθείτε τον Δρ. Γρηγοριάδη Γεώργιο για τη διερεύνηση αλλά και την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *