Από τη στιγμή επιβεβαίωσης της θετικής καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου, ο μαιευτήρας θα ζητήσει ένα αριθμό εξετάσεων, οι οποίες είναι σημαντικές τόσο για τη μητέρα, όσο και για το έμβρυο. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται τακτικά κατά τη διάρκεια της κύησης. Ας δούμε ποιες είναι αυτές οι εξετάσεις.

(Σημείωση: Το άρθρο αυτό δεν αφορά τα υπερηχογραφήματα κατά το 1ο τρίμηνο, ένα θέμα το οποίο αναλύσαμε σε άλλο άρθρο. Επίσης, ενδέχεται να υπάρξουν διαφορές κατά περίπτωση και ανάλογα με το κάθε περιστατικό.)

Μετά την καθυστέρηση στην περίοδο και το θετικό τεστ κυήσεως ούρων, ελέγχουμε τα επίπεδα της ορμόνης στο αίμα. Το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τον υπέρηχο, μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη της εγκυμοσύνης.

Αποτελεί βασική εξέταση για τον έλεγχο, μεταξύ άλλων, των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης (αν είναι χαμηλά, κάνουμε λόγο για αναιμία της κύησης, και απαιτείται, συνήθως, υποκατάσταση με συμπλήρωμα σιδήρου), των λευκών αιμοσφαιρίων (η εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει μια μικρή αύξηση, ωστόσο, υψηλά επίπεδα μπορεί να υποδεικνύουν, πιθανή λοίμωξη, συνήθως, ουρολοίμωξη) και των αιμοπεταλίων (τα επίπεδα είναι χαμηλά σε σπάνιες περιπτώσεις θρομβοπενίας, ενώ τα υψηλά επίπεδα μπορεί να οφείλονται σε παρουσία φλεγμονής).

Αποτελεί δείκτη των αποθεμάτων σιδήρου στον οργανισμό. Τα χαμηλά επίπεδα είναι συχνά στην εγκυμοσύνη, ιδιαίτερα σε πολύδυμες κυήσεις ή αν προ-υπάρχει ιστορικό αναιμίας. Τα επίπεδα μπορούν να βελτιωθούν με τη διατροφή, ωστόσο, συνήθως απαιτούνται συμπληρώματα σιδήρου για να αντιμετωπιστεί/ προληφθεί η αναιμία.

Ελέγχουμε την ουρία, την κρεατινίνη αλλά και τα επίπεδα νατρίου, καλίου κ.ά. στο αίμα. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εκτός φυσιολογικών ορίων σε περιπτώσεις όπως σοβαρή αφυδάτωση λόγω υπερέμεσης της κύησης ή και σε περιπτώσεις χρόνιας νεφρικής νόσου.

Μπορεί να είναι εκτός φυσιολογικών ορίων σε περιπτώσεις ηπατίτιδας (αυτοάνοσης ή ιογενούς), χολολιθίασης κ.ά.

Ιδιαίτερα σημαντικός ο έλεγχος σε έγκυες με ιστορικό υπερ-/υπό- θυρεοειδισμού, μιας και, συνήθως, απαιτείται τροποποίηση των δόσεων των φαρμάκων κατά την εγκυμοσύνη.

Αυξημένα επίπεδα μπορεί να αποδοθούν σε προϋπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη ή σε σακχαρώδη διαβήτη της κύησης. Αν τα αποτελέσματα είναι φυσιολογικά, επανελέγχουμε στο 2ο τρίμηνο με το τεστ ανοχής στο γλυκόζη.

Έλεγχος για την ύπαρξη δρεπανοκυτταρικής αναιμίας.

Εξέταση για τον προσδιορισμό των διαφορετικών τύπων αιμοσφαιρίνης στο αίμα και του ποσοστού αυτών. Παθολογικά αποτελέσματα μπορεί να έχουμε σε περιπτώσεις μεσογειακής ή δρεπανοκυτταρικής αναιμίας.

Έλεγχος με εξέταση αίματος της πιο κοινής μετάλλαξης που προκαλεί κυστική ίνωση. Ωστόσο, πρέπει να γνωρίζουμε πως μόνο ένα ποσοστό των περιπτώσεων κυστικής ίνωσης αποδίδεται στη συγκεκριμένη μετάλλαξη, καθώς υπάρχουν και άλλες, λιγότερο συχνές, μεταλλάξεις. Πέραν του ελέγχου για τη μετάλλαξη ΔF508 στη μητέρα, έχουμε την επιλογή ελέγχου και για τις υπόλοιπες μεταλλάξεις ή, διαφορετικά, και τον έλεγχο του πατέρα για τη μετάλλαξη ΔF508.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τις πληροφορίες αυτές για τη μητέρα από τα αρχικά στάδια της κύησης. Σε περίπτωση μητέρας Rhesus αρνητικής, χορηγείται ένεση Rhophylac (anti-D) μετά από επεισόδια κολπικής αιμόρροιας ή τραυματισμού στην κοιλιακή χώρα, καθώς και προληπτικά, στις 28 περίπου εβδομάδες της κύησης. Η χορήγηση Rhophylac δεν είναι απαραίτητη αν η μητέρα έχει ήδη ευαισθητοποιηθεί στον παράγοντα Rhesus (π.χ. σε προηγούμενη κύηση ή αποβολή, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται από θετική έμμεση Coombs) και έχει αναπτύξει αντισώματα ή αν γνωρίζουμε πως και το έμβρυο είναι Rhesus αρνητικό.

Ελέγχουμε για λοίμωξη ή ανάπτυξη ανοσίας σε διάφορες ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις. Ελέγχουμε για τον ιό HIV, ηπατίτιδα B και C, ερυθρά, σύφιλη, κυτταρομεγαλοιό, τοξόπλασμα.

Χρόνος προθρομβίνης (PT-INR), ενεργοποιημένος χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης (APTT), πρωτείνη C, πρωτείνη S, ποσοτική μέτρηση αντιθρομβίνης III, παράγων ΙΙ- προθρομβίνη, παράγων V-leiden. Επί ύπαρξης θρομβοφιλίας, συστήνεται έλεγχος από αιματολόγο και χορήγηση αντιπηκτικών ενέσεων κατά τη διάρκεια της κύησης αλλά και της λοχείας.

Ενδείκνυται για τον έλεγχο και έγκαιρη διάγνωση λοιμώξεων οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα στην εγκυμοσύνη, αν και η ακριβής επίδραση κάποιων από αυτές τις λοιμώξεις στην έκβαση της κύησης δεν είναι ξεκάθαρη.

Η συγκεκριμένη εξέταση εκτελείται ανά τακτά διαστήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μπορεί να μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες. Σε περίπτωση ουρολοιμώξεων, η γενική ούρων καταδεικνύει παρουσία πυοσφαιρίων, νιτρωδών και/ ή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ενδείκνυται, τότε, η διενέργεια καλλιέργειας ούρων για τον εντοπισμό του υπεύθυνου μικροοργανισμού και αντιβιογράμματος για τον καθορισμό της ευαισθησίας στα διαθέσιμα αντιβιοτικά. Η εξέταση της γενικής ούρων θα επαναλαμβάνεται ανά τακτά διαστήματα κατά τη διάρκεια της κύησης για την ανίχνευση ή τον αποκλεισμό λευκωματουρίας (παρουσίας, δηλαδή, αυξημένης ποσότητας πρωτεΐνης στα ούρα), η οποία και σχετίζεται με την προεκλαμψία.

Αν είστε έγκυος (ή προσπαθείτε να μείνετε έγκυος), μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Ο Δρ. Γρηγοριάδης Γεώργιος είναι μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου των Μαιευτήρων και Γυναικολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου (Royal College of Obstetricians and Gynaecologists, RCOG) και διαθέτει εκτενή εμπειρία στις κυήσεις υψηλού κινδύνου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *