Γνωρίζουμε πως, τόσο κατά την διάρκεια της κύησης όσο και κατά την λοχεία (την περίοδο των 40 περίπου ημερών μετά τη γέννα), αυξάνεται ο κίνδυνος εν βάθει φλεβικής θρόμβωσης (Deep Vein Thrombosis, DVT) κατά 4 με 5 φορές. Υπάρχει, δηλαδή, αυξημένος κίνδυνος να σχηματιστεί ένας θρόμβος (πήγμα) στις φλέβες, συνήθως των κάτω άκρων και/ ή της πυέλου, αν και ο απόλυτος κίνδυνος παραμένει χαμηλός (περίπου 1 στις 1000 γυναίκες). Αν και μπορεί να μη δώσει κανένα απολύτως σύμπτωμα, η θρομβοεμβολική νόσος αποτελεί δυνητικά σοβαρή κατάσταση, η οποία μπορεί ακόμη και να απειλήσει τη ζωή της γυναίκας.

Όπως αναφέραμε, συχνά δεν υπάρχει κανένα απολύτως σύμπτωμα. Όταν όμως προκαλεί συμπτώματα, αυτά περιλαμβάνουν τον πόνο και το πρήξιμο στα κάτω άκρα, τα οποία μπορεί να είναι πιο κόκκινα και ‘’θερμά’’ στο άγγιγμα. Η θρομβοεμβολική νόσος εμφάνιζεται συνήθως στο 1 από τα 2 κάτω άκρα (εξαιρετικά σπάνιο να εμφανιστεί ταυτόχρονα και στα 2).

 Πιο επικίνδυνο, όμως, είναι το σενάριο στο οποίο κομμάτι του θρόμβου αποκολλάται και ΄΄ταξιδεύει’’ μέχρι τα αγγεία των πνευμόνων, προκαλώντας την σοβαρή κατάσταση που ονομάζεται πνευμονική εμβολή (pulmonary embolism, P.E.). Τα συμπτώματα της πνευμονικής εμβολής περιλαμβάνουν αιφνίδιας έναρξης δύσπνοια, βήχα (με ή χωρίς αιμόπτυση, δηλαδή αίμα όταν βήχετε), πόνο κατά την εισπνοή και/ ή απώλεια αισθήσεων.

Αν έχετε τα παραπάνω συμπτώματα, πρέπει να απευθυνθείτε άμεσα στο μαιευτήρα σας. Σε πρώτη φάση, απαιτείται λήψη πλήρους ιστορικού συμπτωμάτων και πλήρης κλινική εξέταση. Αν η υποψία για θρομβοεμβολική νόσο είναι υψηλή, τότε ενδείκνυται να πραγματοποιηθεί μια απεικονιστική εξέταση για να καταδείξει ή να αποκλείσει την ύπαρξη θρόμβου. Αυτή είναι η συμπιεστική υπερηχογραφία φλεβών κάτω άκρων. Αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά αλλά τα συμπτώματα επιμένουν, ενδείκνυται να ξεκινήσετε θεραπεία και να επαναληφθεί η εξέταση σε δεύτερο στάδιο.

 Σε περίπτωση υποψίας πνευμονικής εμβολής, η πρώτη εξέταση είναι μια απλή ακτινογραφία θώρακος. Αν αυτή είναι αρνητική και τα συμπτώματα επιμένουν, τότε πρέπει να προχωρήσουμε σε σπινθηρογράφημα αερισμού/αιμάτωσης (V/Q scan) ή σε Πνευμονική αξονική αγγειογραφία (CTPA) για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό της πνευμονικής εμβολής.

Σε περίπτωση διάγνωσης θρομβοεμβολικής νόσου, απαιτείται άμεση έναρξη θεραπείας, η οποία περιλαμβάνει τη χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους (low molecular weight heparin, LMWH) σε θεραπευτική (υψηλή) δόση, και όχι μόνο προφυλακτική (χαμηλή) δόση.

Αν και δεν χρειάζεται να έχει μια έγκυος οποιονδήποτε από αυτούς για να αναπτύξει τη νόσο, αναγνωρίζουμε τους ακόλουθους: παχυσαρκία, ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό φλεβοθρόμβωσης ή γνωστή θρομβοφιλία, παρατεταμένη ακινησία, ηλικία άνω των 35 ετών, συγκεκριμένα προβλήματα υγείας της μητέρας, πολυτοκία, αφυδάτωση, κάπνισμα και πολύδυμη κύηση.

Αρχικά, πρέπει να γίνει συστηματικός έλεγχος για την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου (όπως αυτοί που προαναφέραμε) για την εμφάνιση της θρομβοεμβολικής νόσου. Σε πρώτο στάδιο, αυτό γίνεται κατά το πρώτο ραντεβού μετά την διάγνωση θετικής καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου, και συνιστάται να επαναλαμβάνεται στο τέλος του 2ου τριμήνου, καθώς και μετά τη γέννα, αλλά και κάθε φορά που αλλάζουν τα δεδομένα κατά τη διάρκεια της κύησης. Αξίζει να σημειωθεί πως ο κίνδυνος θρομβοεμβολικής νόσου είναι ακόμη υψηλότερος κατά τη λοχεία απ΄ότι κατά την κύηση. Πέραν από οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή μπορεί να κριθεί απαραίτητη, είναι σημαντικό να εξασφαλίσετε πως είστε καλά ενυδατωμένη (πίνετε άφθονο νερό) καθ΄ ‘όλη τη διάρκεια της κύησης, κινείστε επαρκώς και αποφεύγετε το κάπνισμα. Αν ο κίνδυνος εκτιμάται πως είναι υψηλός, συστήνεται η χορήγηση προφυλακτικής δόσης ηπαρίνης από το 1ο τρίμηνο της κύησης, καθ΄ όλη την διάρκεια της κύησης καθώς και για 6 εβδομάδες κατά τη λοχεία. Σε περίπτωση μέτριου κινδύνου, η έναρξη της προφυλακτικής δόσης ηπαρίνης ξεκινά από τις 28 εβδομάδες κύησης και συνεχίζεται για 6 εβδομάδες στη λοχεία. Αξίζει να σημειωθεί πως η ηπαρίνη πρέπει να διακοπεί πριν από την προγραμματισμένη πρόκληση τοκετού ή την καισαρική τομή. Ενδείκνυται η διακοπή για 12 ώρες σε περίπτωση προφυλακτικής δόσης και 24 ώρες αν χρησιμοποιείται θεραπευτική δόση.

Αν διαγνωστείτε με θρομβοεμβολική νόσο κατά την κύηση, πρέπει να λάβετε προφυλακτική δόση ηπαρίνης σε κάθε επόμενη κύηση αλλά και τη λοχεία.

Εμπιστευθείτε τον Δρ. Γρηγοριάδη Γεώργιο για τη μαιευτική φροντίδα σας. Ο ιατρός είναι διαπιστευμένο μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Μαιευτήρων- Γυναικολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου (RCOG), με μεγάλη εμπειρία στις κυήσεις υψηλού κινδύνου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *