Η αναιμία στην εγκυμοσύνη είναι συνήθης και ορίζεται όταν η αιμοσφαιρίνη πέφτει κάτω από 10.5 g/dL κατά την κύηση. Αν και μπορεί να μην προκαλέσει συμπτώματα σε κάποιες εγκύους, ευθύνεται συνήθως για δυσάρεστα συμπτώματα όπως κόπωση, αδυναμία, ζαλάδες και λαχάνιασμα. Χρειάζεται θεραπεία και αντιμετωπίζεται με τη χρήση συμπληρωμάτων σιδήρου.
Πού οφείλεται η αναιμία κύησης;
Στην εγκυμοσύνη, αυξάνεται ο όγκος του αίματος, χωρίς όμως να αυξάνεται αντίστοιχα ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ως αποτέλεσμα, η συγκέντρωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων πέφτει (‘’αμαραίωση’’), όπως και η αιμοσφαιρίνη και ο αιματοκρίτης. Αυτό είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο στην κύηση, ωστόσο, αν η αιμοσφαιρίνη πέσει κάτω από το επίπεδο που προαναφέραμε, χορηγούμε υποκατάσταση σιδήρου. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η αναιμία της κύησης μπορεί να μην είναι σιδηροπενική (να μην οφείλεται, δηλαδή, σε χαμηλά επίπεδα σιδήρου), οπότε και χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε το αίτιο που την προκαλεί (π.χ. χαμηλά επίπεδα Β12).
Παράγοντες κινδύνου:
Συγκεκριμένες έγκυες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν αναιμία σε σχέση με άλλες. Στους παράγοντες κινδύνου, αναγνωρίζουμε την αναιμία σε προηγούμενη κύηση, την αναιμία πριν την εγκυμοσύνη, την κατανάλωση τροφών χαμηλής περιεκτικότητας σε σίδηρο ή την ανεπαρκή απορρόφηση σιδήρου, την υπερέμεση της κύησης καθώς και την πολύδυμη κύηση.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Με τον έλεγχο της αιμοσφαιρίνης (γενική αίματος) καθώς και της φερριτίνης στο αίμα. Αξίζει να σημειωθεί πως τα επίπεδα της φερριτίνης αντανακλούν τα ‘’αποθέματα΄΄ σιδήρου του οργανισμού και τα επίπεδα της πέφτουν πριν πέσουν τα επίπεδα σιδήρου στο αίμα. Μπορούν, λοιπόν, να καθοδηγήσουν τη θεραπεία με σίδηρο. Όσο προχωρά η εγκυμοσύνη, αυξάνεται ο όγκος του αίματος (μέχρι τις 32 εβδομάδες της κύησης) και, συνεπώς, η πιθανότητα να εμφανιστεί αναιμία. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να ελέγχουμε τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης ανά τακτά διαστήματα, μέχρι το τέλος της εγκυμοσύνης.
Αντιμετώπιση αναιμίας:
Όπως αναφέραμε, στην πλειονότητα, η αναιμία οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου. Συνεπώς, η χορήγηση συμπληρωμάτων σιδήρου από το στόμα αρκεί. Καλό είναι αυτά να λαμβάνονται με άδειο στομάχι, ενώ η βιταμίνη C βοηθά την απορρόφηση σιδήρου. Τα συμπληρώματα μπορεί να προκαλέσουν δυσκοιλιότητα, οπότε βοηθά η προσαρμογή της διατροφής ενώ, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, χρειάζεται η χορήγηση υπακτικού. Η ανταπόκριση ελέγχεται με έλεγχο των επιπέδων αιμοσφαιρίνης όσο η έγκυος λαμβάνει αγωγή. Σε σπάνιες περιπτώσεις σιδηροπενίας (π.χ. η έγκυος δεν μπορεί να λάβει τα συμπληρώματα, ανεπαρκής απορρόφηση σιδήρου από το γαστρεντερικό), μπορεί να χρειαστεί η χορήγηση ενδοφλέβιου σιδήρου, συνήθως κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης. Η μετάγγιση αίματος κατά τη διάρκεια της κύησης είναι εξαιρετικά σπάνια.
Τροφές πλούσιες σε σίδηρο:
- Κόκκινο κρέας
- Σπανάκι και πράσινα λαχανικά
- Όσπρια
- Εμπλουτισμένα με σίδηρο δημητριακά
Αξίζει να σημειωθεί πως η απορρόφηση σιδήρου από φυτικές πηγές δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική, ενώ η απορρόφηση του μειώνεται από τροφές πλούσιες σε ασβέστιο. Για το λόγο αυτό, συνιστάται η πάροδος διαστήματος 2 ωρών ανάμεσα στην κατανάλωση γαλακτοκομικών και την λήψη συμπληρώματος σιδήρου.
Τι θα συμβεί αν δεν αντιμετωπιστεί η αναιμία;
Πιθανότατα, η αναιμία θα χειροτερεύσει και τα συμπτώματα της θα γίνουν πιο έντονα (ή, σε περιπτώσεις που η έγκυος δεν έχει αρχικά συμπτώματα, θα τα εμφανίσει τελικά). Ενδιαφέρον έχει μια πιθανή συσχέτιση ανάμεσα στην αναιμία της εγκυμοσύνης και την πιθανότητα πρόωρου τοκετού ή γέννησης εμβρύου με χαμηλό βάρος. Τέλος, η αναιμία της κύησης φαίνεται πως προδιαθέτει σε αιμορραγίες μετά τον τοκετό και αυξημένη πιθανότητα να χρειαστεί μετάγγιση αίματος στη λοχεία.
Συνοψίζοντας, η αναιμία της κύησης είναι πολύ συνήθης και αντιμετωπίζεται επιτυχώς με υποκατάσταση σιδήρου στις περισσότερες περιπτώσεις. Απαιτείται, όμως, τακτική παρακολούθηση της ανταπόκρισης στην θεραπεία για να αποφευχθούν ενδεχόμενες επιπλοκές.
Εμπιστευθείτε τον Δρ. Γρηγοριάδη Γεώργιο για την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης σας. Ο ιατρός διαθέτει μεγάλη εμπειρία και πιστοποίηση (Βασιλικό Κολλέγιο Μαιευτήρων-Γυναικολόγων, RCOG) στην παρακολούθηση κυήσεων υψηλού κινδύνου.